- καλασίρεις
- καλασί̱ρεις , καλάσιριςa long Egyptian garmentfem nom/voc pl (attic epic)καλασί̱ρεις , καλάσιριςa long Egyptian garmentfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.